-
1 ενθυμεομαι
1) иметь на уме, размышлять, обдумывать(τι Thuc., Xen., Plut., τινος Thuc., Xen., Plat. и περί τινος Plat., тж. ὅτι … Thuc., εἰ … Isocr. и ὡς … Xen.)
κράτιστος ἐνθυμηθῆναι Thuc. — умеющий отлично соображать;ἐνθυμοῦ μή τι παραλείπωμεν Plat. — подумай, не пропустили ли мы чего-л.;τὰ μὲν οἶδα σ΄ ἐνθυμουμένην, τὰ δ΄ ἡσυχαιτέραν Aesch. — я знаю, что это ты принимаешь близко к сердцу, а к тому ты равнодушна2) обращать внимание, сознавать3) приходить к выводу, заключатьτί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾶς ἐ. δεῖ ; Dem. — какой же вывод должны вы сделать из этого?
См. также в других словарях:
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek